Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθυβρίζω
ἐγερτί
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
ἔγκαρπος
ἐγκάρσιος
View word page
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλωπίζομαι Pass. to take pride or pleasure in a thing, c. dat., Plut.

ShortDef

to take pride

Debugging

Headword:
ἐγκαλλωπίζομαι
Headword (normalized):
ἐγκαλλωπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαλλωπιζομαι
IDX:
9416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9419
Key:
e)gkallwpi/zomai

Data

{'content': 'ἐγκαλλωπίζομαι\n Pass. to take pride or pleasure in a thing, c. dat., Plut.', 'key': 'e)gkallwpi/zomai'}