Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθυβρίζω
ἐγερτί
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάπτω
ἔγκαρος
View word page
ἐγκακέω
ἐγκακέω fut. ήσω κακός to lose heart, grow weary, NTest.

ShortDef

to lose heart, grow weary

Debugging

Headword:
ἐγκακέω
Headword (normalized):
ἐγκακέω
Headword (normalized/stripped):
εγκακεω
IDX:
9414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9417
Key:
e)gkake/w

Data

{'content': 'ἐγκακέω\n fut. ήσω\n κακός\n to lose heart, grow weary, NTest.', 'key': 'e)gkake/w'}