Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθυβρίζω
ἐγερτί
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
View word page
ἐγκαινίζω
ἐγκαινίζω fut. σω to renovate, consecrate:—Pass., NTest.
ShortDef
to renovate, consecrate
Debugging
Headword:
ἐγκαινίζω
Headword (normalized):
ἐγκαινίζω
Headword (normalized/stripped):
εγκαινιζω
IDX:
9412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9415
Key:
e)gkaini/zw
Data
{'content': 'ἐγκαινίζω\n fut. σω\n to renovate, consecrate:—Pass., NTest.', 'key': 'e)gkaini/zw'}