Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθηβάω
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθυβρίζω
ἐγερτί
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλύπτω
ἐγκάμπτω
View word page
ἐγερτί
ἐγερτί ἐγείρω adv. eagerly, busily, Soph.: wakefully, Eur.

ShortDef

eagerly, busily

Debugging

Headword:
ἐγερτί
Headword (normalized):
ἐγερτί
Headword (normalized/stripped):
εγερτι
IDX:
9410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9413
Key:
e)gerti/

Data

{'content': 'ἐγερτί\n ἐγείρω\n adv. eagerly, busily, Soph.: wakefully, Eur.', 'key': 'e)gerti/'}