Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγερτικός
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθηβάω
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθυβρίζω
ἐγερτί
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλύπτω
View word page
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαθυβρίζω fut. σω to riot or revel in a thing, Eur.
ShortDef
to riot
Debugging
Headword:
ἐγκαθυβρίζω
Headword (normalized):
ἐγκαθυβρίζω
Headword (normalized/stripped):
εγκαθυβριζω
IDX:
9409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9412
Key:
e)gkaqubri/zw
Data
{'content': 'ἐγκαθυβρίζω\n fut. σω\n to riot or revel in a thing, Eur.', 'key': 'e)gkaqubri/zw'}