Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰσχυντηρός
αἰσχυντήρ
αἰσχυντικός
αἰσχύνω
ἀΐτας
αἰτέω
αἴτημα
αἴτησις
αἰτητέον
αἰτητικός
αἰτητός
αἰτιάζομαι
αἰτίαμα
αἰτιάομαι
αἰτία
αἰτιατέον
αἰτίζω
αἰτιολογικός
αἴτιος
Αἰτναῖος
αἰφνίδιος
View word page
αἰτητός
αἰτητός verb. adj. of αἰτέω asked for, Soph.

ShortDef

asked for

Debugging

Headword:
αἰτητός
Headword (normalized):
αἰτητός
Headword (normalized/stripped):
αιτητος
IDX:
941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n941
Key:
ai)thto/s

Data

{'content': 'αἰτητός\n verb. adj. of αἰτέω\n asked for, Soph.', 'key': 'ai)thto/s'}