Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐγγυμνάζω
ἔγγυος
ἐγγύς
ἐγγώνιος
ἐγείρω
ἐγερσιγέλως
ἐγερσιθέατρος
ἐγερσιμάχας
ἐγέρσιμος
ἔγερσις
ἐγερσιφαής
ἐγερτέος
ἐγερτικός
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθηβάω
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
View word page
ἐγερσιφαής
ἐγερσιφαής φάος light-stirring, ἐγ. λίθος the flint, Anth.
ShortDef
light-stirring
Debugging
Headword:
ἐγερσιφαής
Headword (normalized):
ἐγερσιφαής
Headword (normalized/stripped):
εγερσιφαης
IDX:
9397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9400
Key:
e)gersifah/s
Data
{'content': 'ἐγερσιφαής\n φάος\n light-stirring, ἐγ. λίθος the flint, Anth.', 'key': 'e)gersifah/s'}