Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
View word page
ἀγανάκτησις
ἀγανάκτησις from ἀγανακτέω irritation, of the irritation caused by teething, Plat.: metaph., ἀγανάκτησιν ἔχει the thing gives ground for annoyance or displeasure, Thuc.

ShortDef

irritation

Debugging

Headword:
ἀγανάκτησις
Headword (normalized):
ἀγανάκτησις
Headword (normalized/stripped):
αγανακτησις
IDX:
94
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n94
Key:
a)gana/kthsis

Data

{'content': 'ἀγανάκτησις\n from ἀγανακτέω\n irritation, of the irritation caused by teething, Plat.: metaph., ἀγανάκτησιν ἔχει the thing gives ground for annoyance or displeasure, Thuc.', 'key': 'a)gana/kthsis'}