Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐάω
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαῖος
ἑβδομάς
ἑβδόματος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντούτης
ἕβδομος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
Ἑβραῖος
Ἑβραϊστί
ἔγγαιος
ἐγγείνωνται
ἐγγελαστής
ἐγγελάω
ἐγγενής
ἐγγήραμα
ἐγγηράσκω
ἐγγίγνομαι
ἐγγίων
View word page
Ἑβραῖος
Ἑβραῖος Ἑβραῖος, ὁ, a Hebrew, NTest.

ShortDef

a Hebrew

Debugging

Headword:
Ἑβραῖος
Headword (normalized):
ἑβραῖος
Headword (normalized/stripped):
εβραιος
IDX:
9361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9364
Key:
*(ebrai=os

Data

{'content': 'Ἑβραῖος\n Ἑβραῖος, ὁ,\n a Hebrew, NTest.', 'key': '*(ebrai=os'}