Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαῖος
ἑβδομάς
ἑβδόματος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντούτης
ἕβδομος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
Ἑβραῖος
Ἑβραϊστί
ἔγγαιος
ἐγγείνωνται
ἐγγελαστής
ἐγγελάω
ἐγγενής
ἐγγήραμα
ἐγγηράσκω
ἐγγίγνομαι
View word page
Ἑβραϊκός
Ἑβραϊκός Ἑβραϊκός, ή, όν Hebrew, NTest.

ShortDef

Hebrew

Debugging

Headword:
Ἑβραϊκός
Headword (normalized):
ἑβραϊκός
Headword (normalized/stripped):
εβραικος
IDX:
9360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9363
Key:
*(ebraiko/s

Data

{'content': 'Ἑβραϊκός\n Ἑβραϊκός, ή, όν\n Hebrew, NTest.', 'key': '*(ebraiko/s'}