Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαῖος
ἑβδομάς
ἑβδόματος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντούτης
ἕβδομος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
Ἑβραῖος
Ἑβραϊστί
ἔγγαιος
ἐγγείνωνται
ἐγγελαστής
ἐγγελάω
ἐγγενής
ἐγγήραμα
ἐγγηράσκω
View word page
ἔβενος
ἔβενος .ἔβενος, ἡ, the ebony-tree, ebony, Hdt., Theocr.
ShortDef
the ebony-tree, ebony
Debugging
Headword:
ἔβενος
Headword (normalized):
ἔβενος
Headword (normalized/stripped):
εβενος
IDX:
9359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9362
Key:
e)/benos
Data
{'content': 'ἔβενος\n .ἔβενος, ἡ,\n the ebony-tree, ebony, Hdt., Theocr.', 'key': 'e)/benos'}