Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔαρ
ἐατέος
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαῖος
ἑβδομάς
ἑβδόματος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντούτης
ἕβδομος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
Ἑβραῖος
Ἑβραϊστί
ἔγγαιος
ἐγγείνωνται
ἐγγελαστής
ἐγγελάω
ἐγγενής
View word page
ἑβδομηκοντούτης
ἑβδομηκοντούτης ἑβδομηκοντ-ούτης, ου, ἔτος seventy years old: fem. -οῦτις, Luc.
ShortDef
seventy years old
Debugging
Headword:
ἑβδομηκοντούτης
Headword (normalized):
ἑβδομηκοντούτης
Headword (normalized/stripped):
εβδομηκοντουτης
IDX:
9357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9360
Key:
e(bdomhkontou/ths
Data
{'content': 'ἑβδομηκοντούτης\n ἑβδομηκοντ-ούτης, ου,\n ἔτος\n seventy years old: fem. -οῦτις, Luc.', 'key': 'e(bdomhkontou/ths'}