Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐαροτρεφής
ἔαρ
ἐατέος
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαῖος
ἑβδομάς
ἑβδόματος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντούτης
ἕβδομος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
Ἑβραῖος
Ἑβραϊστί
ἔγγαιος
ἐγγείνωνται
ἐγγελαστής
ἐγγελάω
View word page
ἑβδομήκοντα
ἑβδομήκοντα ἕβδομος indecl. seventy, Hdt., etc.
ShortDef
seventy
Debugging
Headword:
ἑβδομήκοντα
Headword (normalized):
ἑβδομήκοντα
Headword (normalized/stripped):
εβδομηκοντα
IDX:
9356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9359
Key:
e(bdomh/konta
Data
{'content': 'ἑβδομήκοντα\n ἕβδομος\n indecl. seventy, Hdt., etc.', 'key': 'e(bdomh/konta'}