Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐαρινός
ἐαροτρεφής
ἔαρ
ἐατέος
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαῖος
ἑβδομάς
ἑβδόματος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντούτης
ἕβδομος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
Ἑβραῖος
Ἑβραϊστί
ἔγγαιος
ἐγγείνωνται
ἐγγελαστής
View word page
ἑβδόματος
ἑβδόματος ἑβδόματος, ον = ἕβδομος, the seventh, Il.

ShortDef

the seventh

Debugging

Headword:
ἑβδόματος
Headword (normalized):
ἑβδόματος
Headword (normalized/stripped):
εβδοματος
IDX:
9355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9358
Key:
e(bdo/matos

Data

{'content': 'ἑβδόματος\n ἑβδόματος, ον\n = ἕβδομος,\n the seventh, Il.', 'key': 'e(bdo/matos'}