Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔα
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἐαροτρεφής
ἔαρ
ἐατέος
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαῖος
ἑβδομάς
ἑβδόματος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντούτης
ἕβδομος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
Ἑβραῖος
Ἑβραϊστί
ἔγγαιος
View word page
ἑβδομαῖος
ἑβδομαῖος ἑβδομαῖος, α, ον on the seventh day, Thuc., Xen.
ShortDef
on the seventh day
Debugging
Headword:
ἑβδομαῖος
Headword (normalized):
ἑβδομαῖος
Headword (normalized/stripped):
εβδομαιος
IDX:
9353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9356
Key:
e(bdomai=os
Data
{'content': 'ἑβδομαῖος\n ἑβδομαῖος, α, ον\n on the seventh day, Thuc., Xen.', 'key': 'e(bdomai=os'}