Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δωτώ
δώτωρ
ἑανός
ἐάν
ἔα
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἐαροτρεφής
ἔαρ
ἐατέος
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαῖος
ἑβδομάς
ἑβδόματος
View word page
ἐαρινός
ἐαρινός Lat. vernus, of spring, εἰαρινὴ ὥρη spring- time, Il., etc.:—neut. ἠρινόν, -νά, as adv., in spring-time, Eur.; ἠρινὰ κελαδεῖν, of the swallow, Ar.

ShortDef

spring-

Debugging

Headword:
ἐαρινός
Headword (normalized):
ἐαρινός
Headword (normalized/stripped):
εαρινος
IDX:
9345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9348
Key:
e)arino/s

Data

{'content': 'ἐαρινός\n Lat. vernus, of spring, εἰαρινὴ ὥρη spring- time, Il., etc.:—neut. ἠρινόν, -νά, as adv., in spring-time, Eur.; ἠρινὰ κελαδεῖν, of the swallow, Ar.', 'key': 'e)arino/s'}