Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
δώς
Δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δωτώ
δώτωρ
ἑανός
ἐάν
ἔα
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἐαροτρεφής
ἔαρ
ἐατέος
View word page
δωτίνη
δωτίνη δωτί_νη, ἡ, δίδωμι a gift, present, Hom., Hdt.

ShortDef

a gift, present

Debugging

Headword:
δωτίνη
Headword (normalized):
δωτίνη
Headword (normalized/stripped):
δωτινη
IDX:
9338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9341
Key:
dwti/nh

Data

{'content': 'δωτίνη\n δωτί_νη, ἡ,\n δίδωμι\n a gift, present, Hom., Hdt.', 'key': 'dwti/nh'}