Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
δώς
Δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δωτώ
δώτωρ
ἑανός
ἐάν
ἔα
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἐαροτρεφής
ἔαρ
View word page
δωτινάζω
δωτινάζω δωτῑνάζω, to receive or collect presents, Hdt. from δωτί_νη

ShortDef

to receive

Debugging

Headword:
δωτινάζω
Headword (normalized):
δωτινάζω
Headword (normalized/stripped):
δωτιναζω
IDX:
9337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9340
Key:
dwtina/zw

Data

{'content': 'δωτινάζω\n δωτῑνάζω,\n to receive or collect presents, Hdt.\n from δωτί_νη', 'key': 'dwtina/zw'}