Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
δώς
Δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δωτώ
δώτωρ
ἑανός
ἐάν
ἔα
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἐαροτρεφής
View word page
δωτήρ
δωτήρ δωτήρ, ῆρος, δίδωμι a giver, Od., Hes.:—so δώτης, ου, Hes.
ShortDef
a giver
Debugging
Headword:
δωτήρ
Headword (normalized):
δωτήρ
Headword (normalized/stripped):
δωτηρ
IDX:
9336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9339
Key:
dwth/r
Data
{'content': 'δωτήρ\n δωτήρ, ῆρος,\n δίδωμι\n a giver, Od., Hes.:—so δώτης, ου, Hes.', 'key': 'dwth/r'}