Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
δώς
Δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δωτώ
δώτωρ
ἑανός
ἐάν
ἔα
ἐαρίζω
View word page
δώς
δώς Lat. dos, = δόσις, Hes. only in nom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δώς
Headword (normalized):
δώς
Headword (normalized/stripped):
δως
IDX:
9334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9337
Key:
dw/s

Data

{'content': 'δώς\n Lat. dos, = δόσις, Hes.\n only in nom.', 'key': 'dw/s'}