Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
δώς
Δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δωτώ
δώτωρ
ἑανός
ἐάν
ἔα
View word page
δωσίδικος
δωσίδικος δωσί-δῐκος, ον δίκη giving oneself up to justice, abiding by the law, Hdt.
ShortDef
giving oneself up to justice, abiding by the law
Debugging
Headword:
δωσίδικος
Headword (normalized):
δωσίδικος
Headword (normalized/stripped):
δωσιδικος
IDX:
9333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9336
Key:
dwsi/dikos
Data
{'content': 'δωσίδικος\n δωσί-δῐκος, ον\n δίκη\n giving oneself up to justice, abiding by the law, Hdt.', 'key': 'dwsi/dikos'}