Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
δώς
Δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δωτώ
δώτωρ
ἑανός
ἐάν
View word page
δωρύττομαι
δωρύττομαι δωρύττομαι, Doric for δωρέομαι, Theocr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δωρύττομαι
Headword (normalized):
δωρύττομαι
Headword (normalized/stripped):
δωρυττομαι
IDX:
9332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9335
Key:
dwru/ttomai
Data
{'content': 'δωρύττομαι\n δωρύττομαι,\n Doric for δωρέομαι, Theocr.', 'key': 'dwru/ttomai'}