Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
δώς
Δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δωτώ
δώτωρ
View word page
δωροφορέω
δωροφορέω δωροφορέω, fut. -ήσω to bring presents, τινί Plat.: to give as presents or bribes, τί τινι Ar. from δωροφόρος
ShortDef
to bring presents
Debugging
Headword:
δωροφορέω
Headword (normalized):
δωροφορέω
Headword (normalized/stripped):
δωροφορεω
IDX:
9330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9333
Key:
dwrofore/w
Data
{'content': 'δωροφορέω\n δωροφορέω,\n fut. -ήσω\n to bring presents, τινί Plat.: to give as presents or bribes, τί τινι Ar.\n from δωροφόρος', 'key': 'dwrofore/w'}