Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Δώριος
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
δώς
Δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δωτώ
View word page
δωροφάγος
δωροφάγος δωρο-φάγος (ᾰ), ον φαγεῖν greedy of presents, Hes.

ShortDef

greedy of presents

Debugging

Headword:
δωροφάγος
Headword (normalized):
δωροφάγος
Headword (normalized/stripped):
δωροφαγος
IDX:
9329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9332
Key:
dwrofa/gos

Data

{'content': 'δωροφάγος\n δωρο-φάγος (ᾰ), ον\n φαγεῖν\n greedy of presents, Hes.', 'key': 'dwrofa/gos'}