Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
δώς
Δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
View word page
δωροδότης
δωροδότης δωρο-δότης, ου, a giver of presents, a giver, Anth.
ShortDef
a giver of presents, a giver
Debugging
Headword:
δωροδότης
Headword (normalized):
δωροδότης
Headword (normalized/stripped):
δωροδοτης
IDX:
9327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9330
Key:
dwrodo/ths
Data
{'content': 'δωροδότης\n δωρο-δότης, ου,\n a giver of presents, a giver, Anth.', 'key': 'dwrodo/ths'}