Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
δώς
Δώσων
δωτήρ
View word page
δωροδόκος
δωροδόκος δωρο-δόκος, ον δέχομαι taking presents or bribes, Plat., Dem.
ShortDef
taking presents
Debugging
Headword:
δωροδόκος
Headword (normalized):
δωροδόκος
Headword (normalized/stripped):
δωροδοκος
IDX:
9326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9329
Key:
dwrodo/kos
Data
{'content': 'δωροδόκος\n δωρο-δόκος, ον\n δέχομαι\n taking presents or bribes, Plat., Dem.', 'key': 'dwrodo/kos'}