Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
δώς
View word page
δωροδοκία
δωροδοκία δωροδοκία, ἡ, from δωροδοκέω a taking of bribes, openness to bribery, Oratt.

ShortDef

a taking of bribes, openness to bribery

Debugging

Headword:
δωροδοκία
Headword (normalized):
δωροδοκία
Headword (normalized/stripped):
δωροδοκια
IDX:
9324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9327
Key:
dwrodoki/a

Data

{'content': 'δωροδοκία\n δωροδοκία, ἡ,\n from δωροδοκέω\n a taking of bribes, openness to bribery, Oratt.', 'key': 'dwrodoki/a'}