Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δωρητήρ
δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφόρος
δωρύττομαι
δωσίδικος
View word page
δωροδόκημα
δωροδόκημα from δωροδοκέω δωροδόκημα, ατος, τό, acceptance of a bribe, corruption, Dem.
ShortDef
acceptance of a bribe, corruption
Debugging
Headword:
δωροδόκημα
Headword (normalized):
δωροδόκημα
Headword (normalized/stripped):
δωροδοκημα
IDX:
9323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9326
Key:
dwrodo/khma
Data
{'content': 'δωροδόκημα\n from δωροδοκέω\n δωροδόκημα, ατος, τό,\n acceptance of a bribe, corruption, Dem.', 'key': 'dwrodo/khma'}