Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δωρεά
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
δωροφάγος
δωροφορέω
View word page
Δωρίς
Δωρίς fem. adj. Dorian, Hdt., Thuc.: hence, Δωρὶς νᾶσος the Dorian island, i. e. Peloponnesus, Pind., Soph. (with or without γῆ) Doris, in Northern Greece, Hdt., Thuc., etc. Δ. κόρα a Dorian damsel, Eur.

ShortDef

Dorian

Debugging

Headword:
Δωρίς
Headword (normalized):
δωρίς
Headword (normalized/stripped):
δωρις
IDX:
9320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9323
Key:
*dwri/s

Data

{'content': 'Δωρίς\n fem. adj. Dorian, Hdt., Thuc.: hence,\n Δωρὶς νᾶσος the Dorian island, i. e. Peloponnesus, Pind., Soph.\n (with or without γῆ) Doris, in Northern Greece, Hdt., Thuc., etc.\n Δ. κόρα a Dorian damsel, Eur.', 'key': '*dwri/s'}