Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
δωροδότης
δῶρον
View word page
Δωρικός
Δωρικός Doric, Hdt., Trag., etc.

ShortDef

Doric

Debugging

Headword:
Δωρικός
Headword (normalized):
δωρικός
Headword (normalized/stripped):
δωρικος
IDX:
9318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9321
Key:
*dwriko/s

Data

{'content': 'Δωρικός\n Doric, Hdt., Trag., etc.', 'key': '*dwriko/s'}