Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δωμάτιον
δωματῖτις
δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
δωροδόκος
View word page
Δωριεύς
Δωριεύς Δωριεύς, έως, a Dorian, descendant of Dorus: pl. Δωριεῖς, Attic -ῆς, οἱ, the Dorians, Od., Hdt., etc.

ShortDef

a Dorian, descendant of Dorus

Debugging

Headword:
Δωριεύς
Headword (normalized):
δωριεύς
Headword (normalized/stripped):
δωριευς
IDX:
9316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9319
Key:
*dwrieu/s

Data

{'content': 'Δωριεύς\n Δωριεύς, έως,\n a Dorian, descendant of Dorus: pl. Δωριεῖς, Attic -ῆς, οἱ, the Dorians, Od., Hdt., etc.', 'key': '*dwrieu/s'}