Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δῶμα
δωμάτιον
δωματῖτις
δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
δωροδοκιστί
View word page
Δωριάζω
Δωριάζω Δωριάζω, = Δωρίζω, Anacreont.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Δωριάζω
Headword (normalized):
δωριάζω
Headword (normalized/stripped):
δωριαζω
IDX:
9315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9318
Key:
*dwria/zw

Data

{'content': 'Δωριάζω\n Δωριάζω,\n = Δωρίζω, Anacreont.', 'key': '*dwria/zw'}