Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματῖτις
δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
δωροδοκία
View word page
δωρητός
δωρητός δωρητός, όν from δωρέω of persons, open to gifts or presents, Il. of things, freely given, Soph., Plut.

ShortDef

open to gifts

Debugging

Headword:
δωρητός
Headword (normalized):
δωρητός
Headword (normalized/stripped):
δωρητος
IDX:
9314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9317
Key:
dwrhto/s

Data

{'content': 'δωρητός\n δωρητός, όν\n from δωρέω\n of persons, open to gifts or presents, Il.\n of things, freely given, Soph., Plut.', 'key': 'dwrhto/s'}