Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματῖτις
δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
Δωρίς
Δωριστί
δωροδοκέω
δωροδόκημα
View word page
δωρητήρ
δωρητήρ δωρητήρ, ῆρος, from δωρέω a giver, Anth.
ShortDef
a giver
Debugging
Headword:
δωρητήρ
Headword (normalized):
δωρητήρ
Headword (normalized/stripped):
δωρητηρ
IDX:
9313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9316
Key:
dwrhth/r
Data
{'content': 'δωρητήρ\n δωρητήρ, ῆρος,\n from δωρέω\n a giver, Anth.', 'key': 'dwrhth/r'}