Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δωδέκατος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλος
δωδεκέτης
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματῖτις
δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
Δώριος
View word page
δωμάω
δωμάω δωμάω, fut. -ήσω to build: Mid. to cause to be built, Anth.
ShortDef
to build
Debugging
Headword:
δωμάω
Headword (normalized):
δωμάω
Headword (normalized/stripped):
δωμαω
IDX:
9309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9312
Key:
dwma/w
Data
{'content': 'δωμάω\n δωμάω,\n fut. -ήσω\n to build: Mid. to cause to be built, Anth.', 'key': 'dwma/w'}