Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δωδεκαταῖος
δωδέκατος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλος
δωδεκέτης
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματῖτις
δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
Δωρίζω
Δωρικός
View word page
δωματοφθορέω
δωματοφθορέω δωματο-φθορέω, fut. -ήσω φθορά to ruin the house, Aesch.

ShortDef

to ruin the house

Debugging

Headword:
δωματοφθορέω
Headword (normalized):
δωματοφθορέω
Headword (normalized/stripped):
δωματοφθορεω
IDX:
9308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9311
Key:
dwmatofqore/w

Data

{'content': 'δωματοφθορέω\n δωματο-φθορέω,\n fut. -ήσω\n φθορά\n to ruin the house, Aesch.', 'key': 'dwmatofqore/w'}