Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δωδεκάς
δωδεκαταῖος
δωδέκατος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλος
δωδεκέτης
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματῖτις
δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
Δωρίζω
View word page
δωματῖτις
δωματῖτις δωματῖτις, ιδος fem. adj. of the house, Aesch.

ShortDef

of the house

Debugging

Headword:
δωματῖτις
Headword (normalized):
δωματῖτις
Headword (normalized/stripped):
δωματιτις
IDX:
9307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9310
Key:
dwmati=tis

Data

{'content': 'δωματῖτις\n δωματῖτις, ιδος\n fem. adj. of the house, Aesch.', 'key': 'dwmati=tis'}