Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δωδεκάσκυτος
δωδεκάς
δωδεκαταῖος
δωδέκατος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλος
δωδεκέτης
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματῖτις
δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
δωρητός
Δωριάζω
Δωριεύς
View word page
δωμάτιον
δωμάτιον δωμάτιον, ου, τό, Dim. of δῶμα, Ar. a chamber, bed-chamber, Plat.
ShortDef
a chamber, bed-chamber
Debugging
Headword:
δωμάτιον
Headword (normalized):
δωμάτιον
Headword (normalized/stripped):
δωματιον
IDX:
9306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9309
Key:
dwma/tion
Data
{'content': 'δωμάτιον\n δωμάτιον, ου, τό,\n Dim. of δῶμα, Ar.\n a chamber, bed-chamber, Plat.', 'key': 'dwma/tion'}