Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δώδεκα
δωδεκάρχης
δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκυτος
δωδεκάς
δωδεκαταῖος
δωδέκατος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλος
δωδεκέτης
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματῖτις
δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
δωρέω
δώρημα
δωρητήρ
View word page
Δωδωναῖος
Δωδωναῖος Δωδωναῖος, α, ον of Dodona, Il., Aesch.

ShortDef

of Dodona

Debugging

Headword:
Δωδωναῖος
Headword (normalized):
δωδωναῖος
Headword (normalized/stripped):
δωδωναιος
IDX:
9303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9306
Key:
*dwdwnai=os

Data

{'content': 'Δωδωναῖος\n Δωδωναῖος, α, ον\n of Dodona, Il., Aesch.', 'key': '*dwdwnai=os'}