Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δωδεκάπολις
δώδεκα
δωδεκάρχης
δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκυτος
δωδεκάς
δωδεκαταῖος
δωδέκατος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλος
δωδεκέτης
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματῖτις
δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
δωρέω
δώρημα
View word page
δωδεκέτης
δωδεκέτης twelve years old, Plut.:—fem. δωδεκέτις, Anth.
ShortDef
twelve years old
Debugging
Headword:
δωδεκέτης
Headword (normalized):
δωδεκέτης
Headword (normalized/stripped):
δωδεκετης
IDX:
9302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9305
Key:
dwdeke/ths
Data
{'content': 'δωδεκέτης\n twelve years old, Plut.:—fem. δωδεκέτις, Anth.', 'key': 'dwdeke/ths'}