Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δωδεκάπαλαι
δωδεκάπηχυς
δωδεκάπολις
δώδεκα
δωδεκάρχης
δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκυτος
δωδεκάς
δωδεκαταῖος
δωδέκατος
δωδεκαφόρος
δωδεκάφυλος
δωδεκέτης
Δωδωναῖος
Δωδώνη
δῶμα
δωμάτιον
δωματῖτις
δωματοφθορέω
δωμάω
δωρεά
View word page
δωδεκαφόρος
δωδεκαφόρος δωδεκᾰ-φόρος, ον bearing twelve times a year, Luc.

ShortDef

bearing twelve times a year

Debugging

Headword:
δωδεκαφόρος
Headword (normalized):
δωδεκαφόρος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαφορος
IDX:
9300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9303
Key:
dwdekafo/ros

Data

{'content': 'δωδεκαφόρος\n δωδεκᾰ-φόρος, ον\n bearing twelve times a year, Luc.', 'key': 'dwdekafo/ros'}