Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματοποιός
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
ἀγαμία
ἄγαμος
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
ἀγάομαι
View word page
ἀγανακτέω
ἀγανακτέω ἄγαν to feel irritation: metaph. to be vexed, annoyed, angry, discontented, Ar., Plat.; c. dat. rei, to be vexed at a thing, Plat.; ἐπί τινι Isocr., ὑπέρ τινος, διά τι Plat. to be vexed at or with a person, τινί Xen.; πρός τινα Plut.; κατά τινος Luc.: c. acc. pers., ἀγ. τινὰς ἀποθνήσκοντας to be angry at their dying, Plat.

ShortDef

to feel irritation

Debugging

Headword:
ἀγανακτέω
Headword (normalized):
ἀγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
αγανακτεω
IDX:
93
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n93
Key:
a)ganakte/w

Data

{'content': 'ἀγανακτέω\n ἄγαν\n to feel irritation: metaph. to be vexed, annoyed, angry, discontented, Ar., Plat.; c. dat. rei, to be vexed at a thing, Plat.; ἐπί τινι Isocr., ὑπέρ τινος, διά τι Plat.\n to be vexed at or with a person, τινί Xen.; πρός τινα Plut.; κατά τινος Luc.: c. acc. pers., ἀγ. τινὰς ἀποθνήσκοντας to be angry at their dying, Plat.', 'key': 'a)ganakte/w'}