Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεθλος
δωδεκαετής
δωδεκάκις
δωδεκάλινος
δωδεκαμήχανος
δωδεκάπαις
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπηχυς
δωδεκάπολις
δώδεκα
δωδεκάρχης
δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκυτος
δωδεκάς
δωδεκαταῖος
δωδέκατος
δωδεκαφόρος
View word page
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπαλαι twelve times long ago, ever so long ago, Ar.
ShortDef
twelve times long ago, ever so long ago
Debugging
Headword:
δωδεκάπαλαι
Headword (normalized):
δωδεκάπαλαι
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαπαλαι
IDX:
9290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9293
Key:
dwdeka/palai
Data
{'content': 'δωδεκάπαλαι\n twelve times long ago, ever so long ago, Ar.', 'key': 'dwdeka/palai'}