Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυωκαιεικοσίπηχυς
δύω
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεθλος
δωδεκαετής
δωδεκάκις
δωδεκάλινος
δωδεκαμήχανος
δωδεκάπαις
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπηχυς
δωδεκάπολις
δώδεκα
δωδεκάρχης
δωδεκάσκαλμος
δωδεκάσκυτος
δωδεκάς
δωδεκαταῖος
View word page
δωδεκαμήχανος
δωδεκαμήχανος δωδεκα-μήχᾰνος, ον μηχανή knowing twelve arts or tricks, Ar.

ShortDef

knowing twelve arts

Debugging

Headword:
δωδεκαμήχανος
Headword (normalized):
δωδεκαμήχανος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαμηχανος
IDX:
9288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9291
Key:
dwdekamh/xanos

Data

{'content': 'δωδεκαμήχανος\n δωδεκα-μήχᾰνος, ον\n μηχανή\n knowing twelve arts or tricks, Ar.', 'key': 'dwdekamh/xanos'}