Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυώδεκα
δυώδεκα
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δύω
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεθλος
δωδεκαετής
δωδεκάκις
δωδεκάλινος
δωδεκαμήχανος
δωδεκάπαις
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπηχυς
δωδεκάπολις
δώδεκα
δωδεκάρχης
δωδεκάσκαλμος
View word page
δωδεκαετής
δωδεκαετής δωδεκα-ετής, ές ἔτος 2 years old, Plut.
ShortDef
years old
Debugging
Headword:
δωδεκαετής
Headword (normalized):
δωδεκαετής
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαετης
IDX:
9285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9288
Key:
dwdekaeth/s
Data
{'content': 'δωδεκαετής\n δωδεκα-ετής, ές\n ἔτος\n 2 years old, Plut.', 'key': 'dwdekaeth/s'}