Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυώδεκα
δυώδεκα
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δύω
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεθλος
δωδεκαετής
δωδεκάκις
δωδεκάλινος
δωδεκαμήχανος
δωδεκάπαις
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπηχυς
δωδεκάπολις
δώδεκα
View word page
δωδεκάδωρος
δωδεκάδωρος δωδεκά-δωρος, ον δῶρον II twelve palms long, Anth.

ShortDef

twelve palms long

Debugging

Headword:
δωδεκάδωρος
Headword (normalized):
δωδεκάδωρος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαδωρος
IDX:
9283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9286
Key:
dwdeka/dwros

Data

{'content': 'δωδεκάδωρος\n δωδεκά-δωρος, ον\n δῶρον II\n twelve palms long, Anth.', 'key': 'dwdeka/dwros'}