Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύτης
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυώδεκα
δυώδεκα
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δύω
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεθλος
δωδεκαετής
δωδεκάκις
δωδεκάλινος
δωδεκαμήχανος
δωδεκάπαις
δωδεκάπαλαι
δωδεκάπηχυς
View word page
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδαρχος δωδεκάδ-αρχος, ὁ, a leader of twelve, Xen.

ShortDef

a leader of twelve

Debugging

Headword:
δωδεκάδαρχος
Headword (normalized):
δωδεκάδαρχος
Headword (normalized/stripped):
δωδεκαδαρχος
IDX:
9281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9284
Key:
dwdeka/darxos

Data

{'content': 'δωδεκάδαρχος\n δωδεκάδ-αρχος, ὁ,\n a leader of twelve, Xen.', 'key': 'dwdeka/darxos'}