Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσώνης
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσωρέομαι
δύτης
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυώδεκα
δυώδεκα
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δύω
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεθλος
δωδεκαετής
δωδεκάκις
δωδεκάλινος
View word page
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίμετρος δυω-και-εικοσί-μετρος, ον μέτρον holding 22 measures, Il.
ShortDef
holding twenty-two measures
Debugging
Headword:
δυωκαιεικοσίμετρος
Headword (normalized):
δυωκαιεικοσίμετρος
Headword (normalized/stripped):
δυωκαιεικοσιμετρος
IDX:
9277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9280
Key:
duwkaieikosi/metros
Data
{'content': 'δυωκαιεικοσίμετρος\n δυω-και-εικοσί-μετρος, ον\n μέτρον\n holding 22 measures, Il.', 'key': 'duwkaieikosi/metros'}