Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσωρέομαι
δύτης
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυώδεκα
δυώδεκα
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δύω
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεθλος
δωδεκαετής
View word page
δυώδεκα
δυώδεκα δύο καὶ δέκα, twelve, in all genders, Lat. duo-decim, Hom., etc.
ShortDef
twelve
Debugging
Headword:
δυώδεκα
Headword (normalized):
δυώδεκα
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκα
IDX:
9275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9278
Key:
duw/deka1
Data
{'content': 'δυώδεκα\n δύο καὶ δέκα, twelve, in all genders, Lat. duo-decim, Hom., etc.', 'key': 'duw/deka1'}