Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσώδης
δυσώδινος
δυσωνέω
δυσώνης
δυσώνυμος
δυσωπέω
δυσωρέομαι
δύτης
δυωδεκάβοιος
δυωδεκάμηνος
δυωδεκάμοιρος
δυώδεκα
δυώδεκα
δυωκαιεικοσίμετρος
δυωκαιεικοσίπηχυς
δύω
δωδεκάγναμπτος
δωδεκάδαρχος
δωδεκάδραχμος
δωδεκάδωρος
δωδεκάεθλος
View word page
δυωδεκάμοιρος
δυωδεκάμοιρος δυωδεκά-μοιρος, ον divided into twelve parts, Anth.
ShortDef
divided into twelve parts
Debugging
Headword:
δυωδεκάμοιρος
Headword (normalized):
δυωδεκάμοιρος
Headword (normalized/stripped):
δυωδεκαμοιρος
IDX:
9274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9277
Key:
duwdeka/moiros
Data
{'content': 'δυωδεκάμοιρος\n δυωδεκά-μοιρος, ον\n divided into twelve parts, Anth.', 'key': 'duwdeka/moiros'}